λοχίων

λοχίων
λόχιος
of
fem gen pl
λόχιος
of
masc/neut gen pl
λοχάω
lie in wait for
pres part act masc nom sg (epic doric ionic)
λοχέος
masc gen pl (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λοχιομήτρα — και λοχιόμητρα και λοχειόμητρα, η η κατακράτηση λοχίων στη μητρική κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια «μητρικά εκκρίματα κατά τη διάρκεια τού τοκετού» (ουδ. πληθ. τού λόχιος*) + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • λοχιορραγία — η υπέρμετρη ρύση λοχίων μετά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια (βλ. λόχιος) + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι (πρβλ. αιμορραγία). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • λοχιόρροια — η φυσιολογική εκροή λοχίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια* (βλ. λόχιος) + ρροια (< ῥέω), πρβλ. εμμηνό ρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”